- ταξεώτης
- ο, ΜΑ, και ταξιώτης Αμέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτημσν.1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία3. αυτός που ανήκει σε μοναστικό τάγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις, -εως + κατάλ. -ώτης (πρβλ. στρατι-ώτης) απ' όπου το λατ. taxeōta, -ae].
Dictionary of Greek. 2013.